- μερμήριξεν
- μερμηρίζωto be anxiousaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NAZARENUS — a Gap desc: Hebrew per Tzade, cognomen DOMININOSTRI, ob educationem in oppido Nazaret ei inditum, Matthaei c. 2. v. ult. Καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν ἐις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ ὅπως πληρωθῇ τὸ ῤηθὲν διὰ τῶ Προφητῶν, ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται, Et veniens… … Hofmann J. Lexicon universale
διάνδιχα — (Α) [άνδιχα] επίρρ. 1. κατά δύο τρόπους («διάνδιχα μερμήριξεν» στάθηκε αναποφάσιστος, ταλαντεύθηκε ανάμεσα σε δύο διαφορετικές αποφάσεις) 2. φρ. «διάνδιχα νηὸς ἰούσης» ενώ προχωρούσε το πλοίο με πανιά και με κουπιά … Dictionary of Greek
μερμηρίζω — (Α) 1. είμαι γεμάτος φροντίδες και ανησυχίες, μεριμνώ, σκέφτομαι, νοιάζομαι («ἀλλ ὅγε μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾱσαι νῆες», Ομ. Οδ.) 2. (συχνά με τα δίχα,διάνδιχα κ.λπ.) βρίσκομαι σε αμφιβολία, ταλαντεύομαι μεταξύ δύο σκέψεων («διάνδιχα… … Dictionary of Greek